- οπός
- ο-ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek